
Η έρευνα κάνει λόγω για έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των μεγαλύτερων κυρίως βιομηχανιών του κλάδου που ελέγχουν σημαντικό τμήμα της αγοράς. Οι επιχειρήσεις προκειμένου να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν το μερίδιο που κατέχουν στην αγορά, προσπαθούν να παράγουν προϊόντα, τα οποία να καλύπτουν τις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις των καταναλωτών και τα διατροφικά τους πρότυπα, για καλύτερης ποιότητας και υγιεινότερα προϊόντα. Επίσης, η διάθεση στην αγορά ποικιλίας υποκατάστατων ή παρεμφερών προϊόντων οξύνει τον υφιστάμενο ανταγωνισμό. Η εγχώρια αγορά τυποποιημένων αρτοπαρασκευασμάτων εμφανίζει υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, με την ύπαρξη λίγων μεγάλων βιομηχανιών και μικρού αριθμού μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι περισσότερες των οποίων είναι τοπικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με την έρευνα, οι μεγάλες αρτοβιομηχανίες διαθέτουν ανεπτυγμένα δίκτυα διανομής, που καλύπτουν όλη τη χώρα, καθώς και σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό, που τους δίνει τη δυνατότητα να προσφέρουν προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές. Παράλληλα, η διευρυνόμενη τάση για πραγματοποίηση μαζικών αγορών από τους καταναλωτές, μέσω των σούπερ μάρκετ, ευνοεί τη ζήτηση των εξεταζομένων προϊόντων και συμβάλλει στην αύξηση του μεριδίου αγοράς των μεγάλων βιομηχανιών. Επιπλέον, οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ διαθέτουν από τα καταστήματά τους και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Η συνολική εγχώρια κατανάλωση βιομηχανοποιημένου ψωμιού παρουσίασε διαχρονική αύξηση την περίοδο 1995 -2008, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου 5,6%. Την κυριότερη κατηγορία αποτελεί το ψωμί για τοστ, το οποίο συμμετείχε με ποσοστό 61% στο σύνολο της κατανάλωσης (σε τόνους), το 2008. Ακολουθεί το ψωμί σε μορφή φρατζόλας ή καρβελιού, το οποίο κάλυψε το 26% της συνολικής αγοράς, ενώ τα rolls για hamburgers και sandwiches και το ψωμί γερμανικού τύπου απέσπασαν μερίδιο 7% και 6%, αντίστοιχα, το ίδιο έτος. Η ζήτηση τυποποιημένων αρτοπαρασκευασμάτων καλύπτεται σχεδόν εξ΄ ολοκλήρου από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα και σε μικρό ποσοστό από εισαγόμενα. Σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων δεν πραγματοποιούνται εισαγωγές, λόγω της μικρής διάρκειας συντήρησής τους, η οποία δεν επιτρέπει τη μεταφορά τους σε μεγάλες αποστάσεις. Στο πλαίσιο της μελέτης πραγματοποιήθηκε χρηματοοικονομική ανάλυση δέκα παραγωγικών εταιριών και συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός, για τη διετία 2007 - 2008. Από την επεξεργασία των στοιχείων προκύπτουν τα εξής: οι συνολικές πωλήσεις των δέκα εταιριών αυξήθηκαν κατά 20,2%, το 2008 σε σχέση με το 2007, ενώ το μικτό κέρδος αυξήθηκε με υψηλότερο ρυθμό (24,26%). Ωστόσο, η άνοδος των χρηματοοικονομικών δαπανών, καθώς και των λοιπών λειτουργικών εξόδων είχε σαν αποτέλεσμα την επιδείνωση του συνολικού λειτουργικού αποτελέσματος, το οποίο ήταν αρνητικό και τα δύο έτη. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την αύξηση των μη λειτουργικών εξόδων οδήγησαν στη σημαντική αύξηση των συνολικών ζημιών το 2008/2007. Αντίθετα, τα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν κατά 11,1%, την ίδια χρονική περίοδο.
www.agronews.gr
|