Ο Ευρωβουλευτής της ΝΔ Καθηγητής κ. Γιώργος Παπαστάμκος άσκησε εκ νέου κοινοβουλευτικό έλεγχο στην Επιτροπή προκειμένου να αιτιολογήσει την απόφασή της για την κατάργηση των προτύπων εμπορίας για 26 είδη οπωροκηπευτικών, παρά την εναντίωση ευρείας πλειοψηφίας των κρατών μελών, καθώς και του ενδιαφερόμενου παραγωγικού κλάδου. Ερωτά δε περαιτέρω την Επιτροπή εάν εξετάζει το ενδεχόμενο εκ νέου καθιέρωσης των εμπορικών προτύπων.
Στην απάντησή της η Επιτροπή αναφέρει ότι ανέθεσε σε εξωτερικό ανάδοχο την εκπόνηση μελέτης για την αξιολόγηση του αντικτύπου που είχε η κατάργηση των ειδικών προδιαγραφών εμπορίας για τους
παραγωγούς και τους εμπόρους. Βάσει των πορισμάτων της μελέτης, η οποία θα είναι διαθέσιμη το φθινόπωρο του τρέχοντος έτους, η Επιτροπή θα αξιολογήσει εάν πρέπει να ληφθούν περαιτέρω μέτρα. Ο κ. Παπαστάμκος υπογραμμίζει στην ερώτησή του ότι το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο εις βάρος της ΕΕ στον τομέα των οπωροκηπευτικών βαίνει αυξανόμενο, επισημαίνοντας ότι οι αθρόες εισαγωγές οφείλονται, μεταξύ άλλων, και στη μη σωστή εφαρμογή του συστήματος των τιμών εισόδου. Θέτει ακόμη το ζήτημα των επιβαλλόμενων εισαγωγικών δασμών και της προτιμησιακής μεταχείρισης στο πλαίσιο συμφωνιών που διαπραγματεύεται η Επιτροπή, εξ ονόματος της ΕΕ, με τρίτες χώρες.
Η Επιτροπή, απαντώντας στον κ. Παπαστάμκο ως προς τους παράγοντες στους οποίες αποδίδει η ίδια το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο με τις τρίτες χώρες, σημειώνει ότι οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές αντιπροσωπεύουν περίπου το 80% των κοινοτικών εμπορικών ροών οπωροκηπευτικών προϊόντων, με αποτέλεσμα να είναι χαμηλότερες οι διαθέσιμες ποσότητες για εξαγωγές προς χώρες εκτός ΕΕ. Επίσης, πραγματοποιούνται εκτεταμένες εισαγωγές προϊόντων τα οποία συνήθως δεν παράγονται στην ΕΕ ή συμπληρώνουν την εποχικότητα της παραγωγής της ΕΕ.
Η Επιτροπή παραθέτει τα ακόλουθα στοιχεία ως προς το εμπόριο οπωροκηπευτικών με τρίτες χώρες: η ΕΕ είναι καθαρός εισαγωγέας νωπών και μεταποιημένων οπωροκηπευτικών, με εισαγωγές από τρίτες χώρες που ανέρχονται περίπου σε 19 δισ. ευρώ ετησίως και εξαγωγές που ανέρχονται σε περίπου 7 δισ. ευρώ. Ειδικότερα, οι εισαγωγές νωπών και αποξηραμένων φρούτων και ξηρών καρπών από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχονται σε περίπου 12-13 εκατομ. τόνους ετησίως, με κύριους προμηθευτές την Κόστα Ρίκα, χώρες της Νοτίου Αμερικής, τη Νότιο Αφρική και την Τουρκία. Η ΕΕ εισάγει ετησίως περίπου 2 εκατομ. τόνους νωπών κηπευτικών, κυρίως από το Μαρόκο, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Τουρκία. Οι εισαγωγές μεταποιημένων οπωροκηπευτικών από τρίτες χώρες ανέρχονται περίπου σε 6-7 εκατομ. τόνους ετησίως, με κυριότερες χώρες προέλευσης τη Βραζιλία, την Κίνα, την Τουρκία, τον Καναδά, την Ταϊλάνδη και τις ΗΠΑ. Η ΕΕ εξάγει ετησίως περίπου 2,5 εκατομ. τόνους νωπών και αποξηραμένων φρούτων και ξηρών καρπών, κυρίως στη Ρωσία, ακολουθούμενη από την Ελβετία, την Ουκρανία και τη Νορβηγία. Οι εξαγωγές νωπών κηπευτικών προς τρίτες χώρες ανέρχονται σε περίπου 2,4 εκατομ. τόνους ετησίως, με κυριότερους προορισμούς τη Ρωσία, τη Σενεγάλη, την Ελβετία και τη Νορβηγία. Οι εξαγωγές μεταποιημένων οπωροκηπευτικών προς τρίτες χώρες είναι περίπου 3,5 εκατομ. τόνοι ετησίως, με κυριότερους αποδέκτες την Αίγυπτο, τις ΗΠΑ, την Ελβετία και την Ιαπωνία.
Ο Έλληνας Ευρωβουλευτής ερωτά την Επιτροπή πώς προτίθεται να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος των τιμών εισόδου ως προς τις εισαγωγές οπωροκηπευτικών, η οποία αρκείται να αναφέρει ότι έλαβε υπόψη τα αιτήματα των κρατών μελών για επανεξέταση του συστήματος, ώστε να βελτιωθεί η λειτουργία του, και ότι θα τα συνεκτιμήσει κατά την προετοιμασία ενδεχόμενης μεταρρύθμισης του συστήματος την κατάλληλη στιγμή.
Ως προς την ερώτηση του Έλληνα Ευρωβουλευτή σχετικά με τις επιπτώσεις που έχουν επιφέρει στον ευρωπαϊκό τομέα φρούτων και λαχανικών η αυξανόμενη διεθνοποίηση και η παρουσία μεγάλων αλυσίδων διανομής, ιδίως στα βόρεια κράτη μέλη της ΕΕ, η Επιτροπή σημειώνει ότι ενθαρρύνει την οργάνωση των γεωργών σε οργανώσεις και ομάδες παραγωγών, ως το καταλληλότερο μέσο για τη συγκέντρωση της προσφοράς και την ενίσχυση της θέσης των παραγωγών στην αγορά.
Όσον αφορά την οργάνωση του τομέα, η κατάσταση είναι ετερογενής στα κράτη μέλη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής, το 2006, το ποσοστό οργάνωσης ανήλθε άνω του 80% σε ορισμένα κράτη μέλη (στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο 88%, στην Ιρλανδία 87%), ενώ μια ομάδα κρατών μελών διέθετε πολύ χαμηλό ποσοστό (κυρίως τα νέα κράτη μέλη όπως η Πολωνία 3%, καθώς και η Ελλάδα και η Πορτογαλία -λιγότερο από 11%).
http://www.paseges.gr/portal/cl/co/fa029a09-c55e-41bb-8676-30a1354c2e88