ΚΑΘΩΣ ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΥΝ ΤΑ ΒΑΜΒΑΚΟΧΩΡΑΦΑ ΚΑΙ ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ | |
| |
* ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΤΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΩΝ ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΩΝ | |
Του Δημ. Κατσανάκη | |
Ραγδαία μείωση της παραγωγής βαμβακόμελου παρατηρείται στη Θεσσαλία την τελευταία πενταετία παρότι η καλλιέργεια βαμβακιού παραμένει σταθερά σε υψηλά επίπεδα. Η μείωση της παραγωγής του τοποθετείται χρονικά σε μια περίοδο που άρχισαν να διατυπώνονται οι πρώτες σκέψεις για την ταυτοποίηση και κατοχύρωση του θεσσαλικού βαμβακόμελου. Την αποκάλυψη αυτή έκανε στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου, που διοργανώθηκε στο Φεστιβάλ Πηνειού, ο αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων, Βασίλης Ντούρας, αναδεικνύοντας παράλληλα ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όχι μόνο οι Έλληνες αλλά οι μελισσοκόμοι σε ολόκληρη την Ευρώπη και σχετίζεται με τις μεγάλες απώλειες του πληθυσμού των μελισσών. Το μέλι από βαμβάκι αποτελούσε πριν μερικά χρόνια το 10% της συνολικής ελληνικής παραγωγής μελιού και παράγεται από μέλισσες σε κυψέλες που βρίσκονται κοντά σε βαμβακοχώραφα. Ως εκ τούτου οι περιοχές με τη σημαντικότερη παραγωγή της συγκεκριμένης ποικιλίας μελιού είναι ο θεσσαλικός κάμπος και περιοχές της Στερεάς Ελλάδας και της Μακεδονίας. Η κρίση στην παραγωγή του βαμβακόμελου εμφανίστηκε πριν 4-5 χρόνια. Ενώ μέχρι τότε η συντριπτική πλειοψηφία των μελισσοκόμων μετέφερε τα μελίσσια του δίπλα σε βαμβακοχώραφα το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου προκειμένου να εκμεταλλευτεί τη μεγάλη ανθοφορία των βαμβακόφυτων, σήμερα μόλις ένας στους τέσσερις μελισσοκόμους συνεχίζει τη συγκεκριμένη πρακτική. Η εγκατάλειψη της ανθοφορίας του βαμβακιού, εξηγεί ο αντιπρόεδρος της Ο.Μ.Σ.Ε., είναι το αποτέλεσμα της ραγδαίας μείωσης της παραγωγής μελιού. Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα η συγκεκριμένη ανθοφορία μπορεί να δώσει στον μελισσοκόμο το ανώτερο 10 κιλά μέλι ανά κυψέλη συγκριτικά με την παραγωγή των 25-35 κιλών μελιού ανά κυψέλη του παρελθόντος. Την εντυπωσιακή μείωση της παραγωγής συνδέουν τόσο οι συνδικαλιστικοί φορείς όσο και μερίδα της επιστημονικής κοινότητας με τη χρήση των νεονικοτινοειδών φυτοφαρμάκων με οποιαδήποτε μορφή (επένδυση σπόρων ή διάλυμα για ψεκασμούς) στις αγροτικές καλλιέργειες και ιδιαίτερα στην καλλιέργεια βαμβακιού. Όπως εξηγεί ο γεωπόνος του Μελισσοκομικού Κέντρου Θεσσαλίας και διοικητικός σύμβουλος της Ομοσπονδίας Γιώργος Σαμαράς υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι οι ψεκασμοί με συγκεκριμένες δραστικές ουσίες αλλά και η χρήση επενδεδυμένων με τις ουσίες αυτές σπόρων επιδρούν στο νευρικό σύστημα των μελισσών με αποτέλεσμα να χάνουν τον προσανατολισμό τους και να μην επιστρέφουν στη βάση τους, δηλαδή στις κυψέλες. Με τον τρόπο όμως αυτό μειώνεται ο πληθυσμός των μελισσών στο μελίσσι και ως εκ τούτου μειώνεται η ικανότητά τους για παραγωγή μελιού. Η σχέση μεταξύ της χρήσης των νεονικοτινοειδών φυτοφαρμάκων και της μέλισσας αφορά στη μείωση του πληθυσμού τους και μόνο διευκρινίζει ο κ. Σαμαράς απορρίπτοντας κατηγορηματικά την πιθανότητα της υπολειμματικότητας των συγκεκριμένων ουσιών στο τελικό προϊόν, δηλαδή το μέλι. Σημειώνεται ότι εναντίον της δράσης των νεονικοτινοειδών φυτοφαρμάκων έχει αναπτυχθεί ένα δυναμικό κίνημα σε ολόκληρη την Ευρώπη ενώ ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα για την προσωρινή αναστολή της διάθεσης στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν αυτές τις ουσίες. Οι διαμαρτυρίες των συγκεκριμένων χωρών μεταξύ των οποίων η Γερμανία και η Γαλλία για ατυχήματα κατά τα οποία εκλύθηκαν αυτές οι δραστικές ουσίες με συνέπεια τη σημαντική απώλεια αποικιών μελισσών υποχρέωσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να τροποποιήσει δική της οδηγία και να θεσπίσει αυστηρότερους όρους για τη χρήση των νεονικοτινοειδών φυτοφαρμάκων καθώς και πρόσθετα μέτρα περιορισμού του κινδύνου για τις αποικίες μελισσών. ΑΝΑΓΚΑΙΑ Η ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ Το πρόβλημα των φυτοφαρμάκων στα βαμβακοχώραφα έστρεψε τους Θεσσαλούς μελισσοκόμους ολοένα και περισσότερο στα βουνά για τις ανθοφορίες του πεύκου και ιδιαίτερα του έλατου, που φαίνεται ότι εξασφαλίζει ικανοποιητική παραγωγή. Ωστόσο ο αντιπρόεδρος της Ο.Μ.Σ.Ε. υποστηρίζει ότι η βαμβακοκαλλιέργεια, που παραμένει βασική καλλιέργεια για τη Θεσσαλία, θα συνεχίσει να τροφοδοτεί στο μέλλον τμήμα της ελληνικής μελισσοκομίας, ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με τις καινούργιες καλλιέργειες της αγριαγκινάρας και του ηλίανθου ώστε να δώσουν στον μελισσοκόμο ανθοφορίες καθόλη τη διάρκεια του καλοκαιριού (από Ιούνιο μέχρι Αύγουστο) μειώνοντας σημαντικά τις απώλειες των μελισσών. Οι τελευταίες θα ελαχιστοποιηθούν εάν απαγορευτεί ή περιοριστεί στο ελάχιστο η χρήση των νεονικοτινοειδών φυτοφαρμάκων, που έχει ήδη ζητήσει η Ομοσπονδία Μελισσοκομικών Συλλόγων από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με αφορμή την τελευταία τροποποίηση της σχετικής ευρωπαϊκής οδηγίας. Η προοπτική αυτή θεωρείται αναγκαία προκειμένου να στηριχθεί μια ποικιλία μελιού που υπερέχει έναντι άλλων ποικιλιών. Είναι τόσο πλούσιο σε βακτηριοστατικές ιδιότητες ώστε δίκαια χαρακτηρίζεται ως το πιο ισχυρό φυτικό αντισηπτικό, ενώ είναι θρεπτικό, έχει ευχάριστη και ουδέτερη γεύση ώστε να προσφέρεται για ανάμιξη με άλλες ποικιλίες μελιού ανθέων. Ως μοναδικό μειονέκτημα αναφέρεται η ταχύτατη κρυστάλλωσή του, γεγονός που προβληματίζει μια μεγάλη μερίδα του καταναλωτικού κοινού. http://www.eleftheria.gr/viewarticle.asp?aid=19994&pid=7&CategoryID=7 |