«Ανθεκτικές» στην κρίση, με μειωμένες συγκριτικά με άλλους κλάδους απώλειες, αποδεικνύονται οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην εγχώρια αγορά κρέατος, ενώ οι έλληνες καταναλωτές φαίνεται να δείχνουν ξεκάθαρα την προτίμηση τους για το εγχώριο κρέας, αντί του εισαγόμενου. Ταυτόχρονα σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμάται ότι θα υπάρξει αύξηση της κατανάλωσης κρέατος στα επόμενα χρόνια καθώς και αλλαγές στα συστήματα πώλησης και στα δίκτυα διανομής.
Τα παραπάνω διαπιστώνουν, μεταξύ άλλων, εκπρόσωποι του κλάδου στο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Εμπόρων Κρέατος και Ζώντων Ζώων (UECBV), που πραγματοποιείται από τις 28-30 Μαΐου 2010 στη Θεσσαλονίκη, από την Ένωση Εμπόρων Κρέατος και Ζώντων Ζώων Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας, καθώς και από την Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης.
Όπως τόνισαν οι ομιλητές, οι επιπτώσεις από την οικονομική κρίση στην εγχώρια αγορά κρέατος είναι
σχετικά μικρές, εάν εξαιρεθούν οι απώλειες που σχετίζονται με γενικότερη πτώση της ρευστότητας της αγοράς. Την ίδια στιγμή οι Έλληνες καταναλωτές δίνουν «ψήφο εμπιστοσύνης» στα εντόπια κρέατα, τα οποία προτιμούν, παρόλο που στην εγχώρια αγορά πραγματοποιούνται και μεγάλες εισαγωγές.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Εμπόρων Κρέατος και Ζώντων Ζώων Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας και πρόεδρο της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου, Ιωάννη Τσέρνο «το 65-70% του πωλούμενου κρέατος στη χώρα διακινείται από μεμονωμένα κρεοπωλεία - τα οποία εκτιμάται ότι φτάνουν σε αριθμό τα 24.000 καταστήματα πανελλαδικά - ενώ μόνο το υπόλοιπο ποσοστό διακινείται μέσω των αλυσίδων σούπερ-μάρκετ».
«Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός, πως αυτή η αναλογία (65-70% τα κρεοπωλεία και 30-35% τα σούπερ-μάρκετ) είναι ακριβώς η αντίθετη σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες της Ε.Ε.» τόνισε ο κ. Τσέρνος.
Η Αττική εκπροσωπεί το 40% του τζίρου της αγοράς κρέατος, ενώ στα αμνοερίφια η αγορά της χώρας καλύπτεται σχεδόν αποκλειστικά από την εγχώρια παραγωγική δυναμικότητα (μόνο στα αρνιά υλοποιούνται ορισμένες εισαγωγές, οι οποίες ισοδυναμούν με το 10% του σχετικού τμήματος της αγοράς). Μάλιστα πραγματοποιούνται και εξαγωγές αμνοεριφίων προς γειτονικές χώρες όπως η Ιταλία, αλλά και σε πιο μακρινούς προορισμούς, όπως η Γερμανία, ενώ εξαγωγές ελληνικού χοιρινού γίνονται προς τη Βουλγαρική αγορά.
Αναφερόμενος στις συνέπειες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) στην κτηνοτροφία και κατ' επέκταση στην αγορά κρέατος, ο κ. Τσέρνος επεσήμανε ότι η ΚΑΠ λόγω των επιδοτήσεων αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του τελικού κοστολογίου.
«Η κτηνοτροφία και η ΚΑΠ είναι συνδεδεμένες και αυτό αφορά, τόσο τους εμπόρους, όσο και τους καταναλωτές. Θα υπάρξουν λιγότερες επιδοτήσεις μεσοπρόθεσμα, αλλά εάν συνδυαστούν με παράλληλη μείωση των δασμών για τις εισαγωγές κρέατος από τρίτες χώρες, δεν θα σημειωθεί αύξηση τιμών στο τελικό προϊόν» υπογράμμισε ο ίδιος.
Ταυτόχρονα, όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι στην παγκόσμια αγορά, τα επόμενα χρόνια προβλέπεται διεύρυνση της κατανάλωσης κρέατος, αλλά και «αλλαγές» σε ολόκληρο το υφιστάμενο «τοπίο», δηλαδή, στα δίκτυα διανομής, στα σημεία πώλησης, ακόμη και στα εμπλεκόμενα επαγγέλματα, τα οποία περιστρέφονται γύρω από το κρέας.
Στην ομιλία του, ο υφυπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Μάρκος Μπόλαρης εξήρε τις δραστηριότητες των εκπροσώπων του κλάδου, σημειώνοντας ότι αποτελούν ένα δυναμικό κομμάτι της ελληνικής παραγωγικότητας και τόνισε ότι απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας και στο κράτος σε ότι αφορά τη σχέση του με τις επιχειρήσεις, ώστε να ξεπερνιούνται γρήγορα τα όποια προβλήματα παρουσιάζονται στην αγορά, στο πλαίσιο της προσπάθειας που καταβάλλεται για την ανάκαμψη της οικονομίας και την αναπτυξιακή πορεία του τόπου.
Στις κλιματικές αλλαγές, σε σχέση με τον κλάδο του κρέατος, αναφέρθηκε ο ευρωβουλευτής της ΝΔ Θεόδωρος Σκυλακάκης, τονίζοντας την αδήριτη ανάγκη για συρρίκνωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από το σύνολο της δραστηριότητας, η οποία αναπτύσσεται γύρω από το κρέας.
paseges.gr